- ὑπερίστιον
- ὑπερίστιον, τό,A top of distaff, EM424.48.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπερίστιον — top of distaff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερίστιον — τὸ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) το πάνω μέρος τής ηλακάτης, τής ρόκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἱστός] … Dictionary of Greek